ἄδεια, τήν
Ερμηνεία:
[η ἄδεια, της ἀδείας (το να επιτρέπεται να κάνεις κάτι ελεύθερα)
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) ἀδεής, -ές (άφοβος, τολμηρός, αυθάδης, αναιδής) < α- (στερητικό + (Όμηρ.) δέος (φόβος)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.....Μου δίνεις την ἄδεια να πω ένα τραγούδι της κυρίας; …[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|